ψόγος

ψόγος
ο, ΝΑ
μομφή, κατάκριση, κατηγορία
αρχ.
1. σφάλμα, ελάττωμα, ψεγάδι
2. φρ. α) «ψόγον ἔχω» και «ψόγον φέρω» — κατακρίνομαι, κατηγορούμαι (Πλάτ.)
β) «ψόγους ποιῶ» — συνθέτω σατιρικούς στίχους (Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τού ρ. ψέγω*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ψόγος — blamable fault masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψόγοι — ψόγος blamable fault masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψόγοις — ψόγος blamable fault masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψόγοισι — ψόγος blamable fault masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψόγον — ψόγος blamable fault masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψόγου — ψόγος blamable fault masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψόγους — ψόγος blamable fault masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψόγων — ψόγος blamable fault masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψόγῳ — ψόγος blamable fault masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόψογος — κακόψογος, ον (Α) αυτός που ψέγει, με κακία που κατηγορεί με μοχθηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ψογος (< ψόγος), πρβλ. πολύ ψογος, φιλό ψογος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”