- ψόγος
- ο, ΝΑμομφή, κατάκριση, κατηγορίααρχ.1. σφάλμα, ελάττωμα, ψεγάδι2. φρ. α) «ψόγον ἔχω» και «ψόγον φέρω» — κατακρίνομαι, κατηγορούμαι (Πλάτ.)β) «ψόγους ποιῶ» — συνθέτω σατιρικούς στίχους (Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τού ρ. ψέγω*].
Dictionary of Greek. 2013.